αναποκατάστατος

αναποκατάστατος
-η, -ο
1. αυτός που δεν έχει αποκατασταθεί στην προηγούμενη θέση του ή οικονομική του κατάσταση: Πολλά θύματα της δικτατορίας έχουν μείνει αναποκατάστατα.
2. αυτός που δεν παντρεύτηκε (κυρίως για γυναίκα): Έχουν και την κόρη αναποκατάστατη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αναποκατάστατος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει αποκατασταθεί οικονομικά ή κοινωνικά 2. αυτός που δεν έχει εγκατασταθεί μόνιμα κάπου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”