- αναποκατάστατος
- -η, -ο1. αυτός που δεν έχει αποκατασταθεί στην προηγούμενη θέση του ή οικονομική του κατάσταση: Πολλά θύματα της δικτατορίας έχουν μείνει αναποκατάστατα.2. αυτός που δεν παντρεύτηκε (κυρίως για γυναίκα): Έχουν και την κόρη αναποκατάστατη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.